- παράφημι
- και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.)2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαικαταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.)3. (συχνά με την έννοια τού δόλου) πείθω, εξαπατώ, παραβαίνω, δεν φυλάσσω τον όρκο («θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν», Πίνδ.)4. μέσ. εξαπατώ τον εαυτό μου («πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῶ παρφαμένα λιτάνευεν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + φημί «λέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.